διακειμένας

διακειμένας
διακειμένᾱς , διάκειμαι
to be served at table
perf part mp fem acc pl
διακειμένᾱς , διάκειμαι
to be served at table
perf part mp fem gen sg (doric aeolic)
διακειμένᾱς , διάκειμαι
to be served at table
pres part mp fem acc pl
διακειμένᾱς , διάκειμαι
to be served at table
pres part mp fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ολίγωρος — η, ο (ΑΜ ὀλίγωρος, ον) αυτός που δείχνει αδιαφορία, αυτός που δεν φροντίζει κάτι όσο πρέπει, αμελής («οὐδεὶς οὔτε γέρων οὔτε ὀλίγωρος οὕτως ἐστίν, ὅστις οὑχὶ βοηθήσειεν ἄν», Δημοσθ.) μσν. αρχ. (για πρόσ. και πράγματα) αυτός που καταφρονεί,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”